αβαθμολόγητος

αβαθμολόγητος
-η, -ο [βαθμολογώ]
αυτός που δεν βαθμολογήθηκε ή δεν μπορεί να βαθμολογηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβαθμολόγητος — η, ο αυτός που δε βαθμολογήθηκε: Ο μαθητής έμεινε αβαθμολόγητος, επειδή απουσίαζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”